Συσκέψεις επί συσκέψεων το προηγούμενο διάστημα στο Υπουργείο Ενέργειας από κοινού και με το Μαξίμου και κατόπιν ανακοινώσεις για έκτακτα μέτρα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Στόχος η τιθάσευση των ανατιμητικών πιέσεων στην αγορά και με σαφή, επικοινωνιακά τουλάχιστον, «εκπαιδευτικό» χαρακτήρα για τους εγχώριους παραγωγούς με φυσικό αέριο που διαμορφώνουν την χονδρεμπορική τιμή.
Αναζητώντας για βαθύτερα μηνύματα μέσα στην όλη αναστάτωση, καταγράφεται οπωσδήποτε στα θετικά η κοινή παραδοχή πως τα αιολικά και ιδίως τα πολύ πιο προβλέψιμα φωτοβολταϊκά, αποτελούν τους μόνιμους «εγγυητές» των χαμηλών τιμών του ρεύματος τις ώρες που λειτουργούν.
Κάτι που δεν ισχύει για παράδειγμα με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ, αφού παρά την ενεργοποίηση τους το βράδυ όχι μόνο δεν καταφέρνουν να τιθασεύσουν τις χονδρεμπορικές τιμές που εκτοξεύονται στην χονδρική ένεκα της κυριαρχίας του φυσικού αερίου, αλλά μάλλον επωφελούνται από αυτήν.
Και δεν είναι η υψηλή ζήτηση που φταίει τις ώρες εκείνες, αφού ακόμα υψηλότερη έχουμε μονίμως το μεσημέρι, αλλά εκεί, είπαμε, είναι η σταθερή κυριαρχία των φωτοβολταϊκών που κάνει την διαφορά.
Μα καλά θα πει κάποιος, μονάδες φυσικού αερίου λειτουργούν σε μικρό έστω βαθμό και τα μεσημέρια για την σταθεροποίηση του συστήματος και ως οριακές μονάδες, οπότε γεννάται το ερώτημα του πόσο αυξάνεται το μοναδιαίο κόστος τους με την αύξηση του βαθμού φόρτισης τους το βράδυ ώστε οι οριακές τιμές έως και να δεκαπλασιάζονται;
Από τις κλασσικές αγορές άλλωστε γνωρίζουμε πως όσο περισσότερο παράγει-πουλάει κάποιος ένα προϊόν, τόσο πιο προσιτές γίνονται σε μοναδιαία βάση οι τιμές του. Οικονομίες κλίμακας εν πολλοίς αποκαλείται αυτό. Πως λοιπόν στην ηλεκτρική ενέργεια από φυσικό αέριο συμβαίνει το ανάποδο;
Οι ερμηνείες που γράφτηκαν το προηγούμενο διάστημα στον Τύπο αποδίδουν τις αυξήσεις της χονδρικής τιμής του ρεύματος στην έντονη ζήτηση για εξαγωγές στις βαλκανικές χώρες, στην ένταξη και των ακριβότερων θερμικών μονάδων ώστε να ανταποκριθούμε στις τάσεις αυτές, ακόμη και στις ιδιορρυθμίες γενικόλογα του αλγόριθμου επίλυσης των αγορών, λες και την καμπύλη προσφορών εκάστης μονάδας φυσικού αερίου που συμμετέχει στην αγορά δεν την διαμορφώνουν με τις προσφορές τους οι άνθρωποι που την διαχειρίζονται αλλά μόνοι τους οι υπολογιστές…
Για να είμαστε δίκαιοι ωστόσο, αν κάπου ευθύνεται ο αλγόριθμος, αφορά μόνο στην υποχρέωση εκάστης κατανεμόμενης μονάδας τα βήματα των προσφορών της στη χονδρική να ακολουθούν μη-φθίνουσα πορεία αξίας σε σχέση με την αύξηση του βαθμού φόρτισης της.
Για να το πούμε πιο απλά, όσο περισσότερο παράγει και πουλάει μια κατανεμόμενη μονάδα φυσικού αερίου, η μοναδιαία τιμή που τιμολογεί την προσφερόμενη μεγαβατώρα της ζητείται να αυξάνεται. Και τούτο όχι απαραίτητα λόγω της τυχόν μείωσης του βαθμού απόδοσης της που θα την υποχρέωνε πράγματι σε αυξημένη αξία προσφοράς, αλλά της ανάγκης να προκύπτει πάντοτε τομή της καμπύλης προσφοράς στη χονδρική με την καμπύλη της ζήτησης, που της επιβάλλεται από τον Κανονισμό αντίστροφη πορεία. Έτσι χωρίς να αυξάνει το κόστος του φυσικού αερίου ως καυσίμου μεταξύ μεσημεριού, που λόγω των φωτοβολταϊκών υπολειτουργούν οι θερμικές αυτές μονάδες και νωρίς το βράδυ που αντιθέτως κυριαρχούν, προκύπτει το εφαλτήριο από τον Κανονισμό της Προημερήσιας αγοράς ώστε η τιμή του ρεύματος τους να αυξάνει, πάντως όχι να πολλαπλασιάζεται.
Ως προς την έκτακτη τώρα εισφορά που επιβλήθηκε «τιμωρητικά» στους ηλεκτροπαραγωγούς από φυσικό αέριο ένεκα της συγκυρίας, εν συνόλω τους προκύπτει οικονομικά μάλλον αδιάφορη με δεδομένο ότι πρόκειται για καθετοποιημένες επιχειρήσεις με παρουσία και στην Προμήθεια (λιανική).
Έτσι τα χρήματα που θα τους πάρει το Κράτος μέσω της εισφοράς στην παραγωγή θα τους τα επιστρέψει ως επιδότηση των ελεύθερα διαμορφούμενων τιμολογίων τους στην Προμήθεια.
Ανάμεσα τους βέβαια υπάρχουν και κάποιες ασυμμετρίες, με ωφελημένους όσους συμμετέχοντες έχουν μεγαλύτερο μερίδιο λιανικής από παραγωγής δηλαδή που θα εισπράξουν περισσότερα εν τέλει από όσα θα τους πάρει η εισφορά.
Τούτο πυροδοτεί κάποιους προβληματισμούς περί στρεβλώσεων στον μεταξύ τους ανταγωνισμό τους,υποτεθείσθω βεβαίως ότι αυτός λειτουργεί.
Σε κάθε περίπτωση η Πολιτεία μέσω του Target Modelαλλά και της ιδιωτικοποίησης της δεσπόζουσας ΔΕΗ, στερείται τακτικών ρυθμιστικών εργαλείων για τον έλεγχο των τιμών.
Μέτρα έκτακτης φορολόγησης ουρανοκατέβατων κερδών στην παραγωγή από φυσικό αέριο, που ωστόσο επιστρέφονται από την πόρτα της Προμήθειας στους ίδιους συμμετέχοντες, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν έναν αποδοτικό μηχανισμό, πέραν βεβαίως και των νομικών προβλημάτων που υπεισέρχονται από το Ευρωπαϊκό δίκαιο.
Καταληκτικά, στο νέο τοπίο τις τιμές ρεύματος μπορούν μόνον οι ΑΠΕ να τις ελέγξουν, ιδίως μάλιστα όσες μέσω των μακροχρόνιων συμβάσεων τους σε σταθερές τιμές δεν έχουν κίνητρο για ενεργή συμμετοχή και σπέκουλα στο χρηματιστήριο ενέργειας.
Πολύ περισσότερο αυτές οι ΑΠΕ είναι που σε συνθήκες πλην καύσωνα ακόμα και μηδενίζουν τις χονδρεμπορικές τιμές.
Δυστυχώς στους κόλπους των ΑΠΕ που ευεργετούν ιδίως υπό τέτοιες συνθήκες τους καταναλωτές, επικρατεί αίφνης προβληματισμός λόγω της επίτασης των προβλημάτων στον Ειδικό Λογαριασμό (ΕΛΑΠΕ), που πυροδοτεί η αμφίβολης νομιμότητας διαγραφή 400 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ ΕΤΜΕΑΡ σε οφειλέτες που πλήρωναν από το 2019 εσφαλμένα μειωμένο τέλος ενώ δεν το δικαιούνταν. Πρόκειται για το δεύτερο «επεισόδιο» στο ζήτημα του ΕΤΜΕΑΡ τα τελευταία χρόνια.
Το πρώτο σχετίζεται με την εσφαλμένη το 2019 μείωση του από τα 24 στα 17 ευρώ/MWh με γνώμονα να απορροφηθούν οι τότε αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ, που κατόπιν βεβαίως εκτοξεύθηκε σε κερδοφορία και που τώρα τα τιμολόγια τόσο της ιδίας όσο και των υπολοίπων Προμηθευτών αυξάνονται ελεύθερα ανά μήνα...
Σε κάθε περίπτωση όσοι έχουμε διαχρονικά ζήσει πολιτικούς στρουθοκαμηλισμούς και ιδεοληψίες στην ενέργεια, ευχόμαστε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου να επιδείξει την πρέπουσα ενάργεια.
Οι ΑΠΕ στο σωστό μίγμα και ένταση είναι οι μόνες που μπορούν να ελέγξουν τις κερδοσκοπικές ή σκόπιμα υποτιμητικές πιέσεις στην αγορά σε βάρος των καταναλωτών.