Κατόπιν πρόσκλησης ο ΣΠΕΦ δια του Προέδρου του κου Στέλιου Λουμάκη συμμετείχε σε workshop με αντικείμενο τα μελλοντικά σχήματα υποστήριξης των ΑΠΕ σε ΕΕ και Ελλάδα. Την εκδήλωση διοργάνωσε η εταιρεία GIZ (Gesellschaft fur Internationale Zusammenarbeit) που εκτελεί χρέη τεχνικού συμβούλου του ΥΠΕΚΑ ως προς την αναμόρφωση των μηχανισμών υποστήριξης των ΑΠΕ. Στο workshop συμμετείχαν το ΥΠΕΚΑ, η Γεν. Διεύθυνση Ενέργειας της Κομισιόν, η Task Force, το Ecofys, η ΡΑΕ, ο ΛΑΓΗΕ καθώς και σημαντικοί παράγοντες του κλάδου ενέργειας των χωρών της Γερμανίας, Ιταλίας, Σουηδίας, Κύπρου και Μ. Βρετανίας. Στην ομιλία του ο κος Λουμάκης ανέφερε:
1. Το Τέλος ΕΤΜΕΑΡ ως εργαλείο εξυπηρέτησης του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) παρουσιάζει εκ γενετής σχεδιαστικό πρόβλημα και δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μεγάλες διεισδύσεις ΑΠΕ ακόμη και μετά την κατάργηση του Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους (ΜΑΜΚ) και του Κανόνα του 30%. Οι αυξανόμενες διεισδύσεις ΑΠΕ ειδικά πάνω από ένα επίπεδο, μειώνουν-μηδενίζουν λογιστικά τις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος (κανιβαλισμός τιμών χονδρικής αποκαλείται διεθνώς) εκτοξεύοντας έτσι στρεβλά ολοένα και υψηλότερα το ΕΤΜΕΑΡ που καλείται να καλύψει την διαφορά για την αποζημίωση των ΑΠΕ, χωρίς όμως ισόποσα να μειώνεται η χρέωση στον καταναλωτή για την συμβατική ηλεκτροπαραγωγή που αποφεύχθηκε (ανταγωνιστικό σκέλος λογαριασμών) λόγω των ΑΠΕ. Έτσι λ.χ. και για να γίνει πιο γλαφυρά αντιληπτό το πρόβλημα, σε ώρες κατανομής ΑΠΕ 100% θα προέκυπταν μηδενικές χονδρεμπορικές τιμές για την συμβατική ενέργεια ακόμη και υπό συνθήκες θέσπισης του ελάχιστου εσόδου του Μεσοσταθμικού Μεταβλητού Κόστους Συμβατικών Θερμικών Μονάδων (ΜΜΚΣΘΜ ν. 4152/2013) και συνεπώς θα προέκυπτε εκ νέου ανάγκη για υψηλό στρεβλό ΕΤΜΕΑΡ, ενώ ταυτόχρονα στους λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών θα συνέχιζε να χρεώνεται κανονικά το ανταγωνιστικό σκέλος ρεύματος χωρίς προϊοντικό όμως αντίκρισμα (ρεύμα από συμβατικές πηγές) αλλά με μόνο προορισμό την επιδότηση της Προμήθειας. Το σχεδιαστικό αυτό πρόβλημα είναι απολύτως γνωστό στην Κομισιόν, ο εκπρόσωπος της οποίας ωστόσο, στο διάλογο που ακολούθησε, ομολόγησε πως επί του παρόντος δυστυχώς δεν υφίσταται λύση.
2. Το επιπλέον παράδοξο στις ανωτέρω συνθήκες (100% ΑΠΕ) θα ήταν η συνέχιση του χαρακτηρισμού του πραγματικού κόστους του ρεύματος ως Τέλους (ΕΤΜΕΑΡ) ή πολύ χειρότερα Φόρου. Με άλλα λόγια ενώ δια των ΑΠΕ θα καταργούσαμε τις συμβατικές πηγές, χωρίς να μειώνουμε το ανταγωνιστικό σκέλος των λογαριασμών θα αυξάναμε ρυθμιζόμενα συνεχώς το ΕΤΜΕΑΡ, το οποίο και θα σήκωνε όλο το βάρος της χονδρεμπορικής αγοράς. Δηλαδή όλη η χονδρεμπορική αγορά θα κατέληγε σε Φόρο, κάτι που είναι ακραία παράδοξο!. Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι σε κάθε περίπτωση ενιαίο, ομογενές και αδιαίρετο μίγμα από συμβατικές ή ΑΠΕ πηγές αναλόγως τις ανάγκες και την διαθεσιμότητα μονάδων και η συνέχιση του λογιστικού διαχωρισμού του κόστους παραγωγής του μέσω χωριστού Ειδικού Τέλους ΑΠΕ δεν οδηγεί απολύτως πουθενά και πολύ περισσότερο δεν οδηγεί σε μέλλον με υψηλή διείσδυση ΑΠΕ, που υποτίθεται πως όλοι στην ΕΕ θέλουμε. Σε φυσικούς όρους ηλεκτρικό ρεύμα σημαίνει κίνηση των ίδιων ηλεκτρονίων στα σύρματα του δικτύου και την κίνηση (ώθηση) αυτή κάθε στιγμή από κοινού και αδιαίρετα την επιτυγχάνουν όλες οι συμμετέχουσες κάθε φορά πηγές προφανώς με ποικίλο αντίτιμο. Υπό το φως της φυσικής αυτής έννοιας της ηλεκτροπαραγωγής αλλά και των προβλημάτων του κανιβαλισμού των χονδρεμπορικών τιμών που πραγματικά υφίσταται και αναγνωρίζεται από την Κομισιόν ως, προς το παρόν τουλάχιστον, άλυτο, η έννοια του χωριστού Τέλους ΑΠΕ ή πολύ χειρότερα του Φόρου υπέρ ΑΠΕ δεν έχει καμία απολύτως λογική.
3. Μέσω του Target Model δύναται να αδρανοποιηθεί εν μέρει το πρόβλημα και συγκεκριμένα για τα νέα κάθε φορά έργα ΑΠΕ άνω των 10 MW που θα εντάσσονται απευθείας στην αγορά, οπότε μέσω προσφορών κατανομής θα συνδιαμορφώνουν την χονδρεμπορική τιμή (ΟΤΣ) και δεν θα την απομειώνουν τεχνητά (κανιβαλισμός τιμών χονδρικής). Αυτό όμως δεν καλύπτει το σύνολο των νέων έργων ΑΠΕ που πρόκειται να ενταχθούν στον δρόμο προς ακόμη υψηλότερες διεισδύσεις ανανεώσιμων, αφού σημαντικός όγκος νέων έργων αναμένεται να συνεχίσει να απευθύνεται στο φάσμα ισχύος μέχρι τα 10 MW. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο πως το πρόβλημα αυτό δεν επιλύεται ούτε από το feed in premium μοντέλο, ούτε από τους ανταγωνιστικούς σε όρους αποζημίωσης διαγωνισμούς-δημοπρατήσεις (auctions) νέας ισχύος ΑΠΕ όπως προβλέπουν οι Κατευθυντήριες Γραμμές της Κομισιόν, ούτε και από κανένα άλλο μοντέλο όπως στήριξη μέσω ποσοστώσεων, πράσινων πιστοποιητικών κλπ.
4. Μοναδική (τουλάχιστον στο workshop) περίπτωση αποφυγής του αδιεξόδου αυτού (κανιβαλισμού τιμών χονδρικής) αποτελεί το μοντέλο λειτουργίας της Σουηδίας όπου η χρέωση της ηλεκτρικής ενέργειας από την Προμήθεια στους καταναλωτές αφορά μία ενιαία τιμή και όχι δύο διαφορετικά και ασταθή τμήματα όπως στην χώρα μας (δηλαδή χωριστά ανταγωνιστικό σκέλος και χωριστά το ΕΤΜΕΑΡ). Στην Σουηδία για την στήριξη των ΑΠΕ εφαρμόζεται το μοντέλο των Πράσινων Πιστοποιητικών, δηλαδή η Προμήθεια υποχρεώνεται να αγοράζει διαγωνιστικά βάσει ποσοστώσεων τις εγγυήσεις προέλευσης των παραγωγών ΑΠΕ, μηχανισμός που αποτελεί τον τρόπο της εκεί πρόσθετης υποστήριξης τους. Το κόστος αυτό ωστόσο δεν το χρεώνει η Προμήθεια χωριστά μέσω ειδικού Τέλους (π.χ. ΕΤΜΕΑΡ) στους καταναλωτές, αλλά το ενσωματώνει στην μοναδιαία προς αυτούς ανταγωνιστική χρέωση ρεύματος. Έτσι ο κανιβαλισμός της χονδρεμπορικής τιμής λόγω διείσδυσης ΑΠΕ που και εκεί αντίστοιχα υφίσταται, δεν επηρεάζει τον καταναλωτή ούτε και συκοφαντεί τις ΑΠΕ. Η Προμήθεια δηλαδή αυτό που ως συμβατικό κόστος γλυτώνει μέσω του κανιβαλισμού χονδρικών τιμών, το χρησιμοποιεί για να αντισταθμίσει το κόστος της στήριξης των ΑΠΕ, δηλαδή της πρόσθετης αποζημίωσης μέσω των Πράσινων Πιστοποιητικών που αποπληρώνει.
5. Κατ’ αντιστοιχία με το παράδειγμα της Σουηδίας, στη χώρα μας θα μπορούσε το αναλογούν ΕΤΜΕΑΡ δυναμικά (δηλαδή ανά περίοδο κατανομής) να υπολογίζεται-εκκαθαρίζεται από τον Διαχειριστή, να χρεώνεται ταυτόχρονα στους Προμηθευτές για την ενέργεια που αντλούν (παράλληλα δηλαδή με την συμβατική) και εν συνεχεία οι Προμηθευτές, κάνοντας τους δικούς τους επιχειρηματικούς υπολογισμούς, να διαρθρώνουν μία μοναδική χρέωση ενέργειας ανά KWh προς τον καταναλωτή, που θα περιλαμβάνει δηλαδή ενιαία το μίγμα συμβατικών και ΑΠΕ.
6. Σε ότι αφορά τέλος τα Φ/Β στην χώρα μας ο εθνικός στόχος του 2020 έχει καλυφθεί και τα FIT (Feed-in-Tariffs) σταματούν (τουλάχιστον όπως τα γνωρίσαμε μέχρι σήμερα) για τα νέα Φ/Β έργα που θα συνδεθούν από 1/1/15. Η αμοιβή των νέων έργων αυτών θα βασίζεται στο Feed in Premium μοντέλο, το οποίο έχει νομοθετηθεί ήδη από το 2009 με τον ν. 3734 και έχει αφομοιωθεί ως προοπτική από τους εν δυνάμει νέους μετά την 1/1/15 επενδυτές. Συνεπώς επί της αρχής τα Φ/Β βρίσκονται από καιρό σε ευθυγράμμιση με το νέο πλαίσιο Κατευθυντήριων Γραμμών της ΕΕ, το οποίο εγγράφως στην παρουσίαση του ο εκπρόσωπος της Κομισιόν ξεκαθάρισε πως αφορά αποκλειστικά και μόνο τα νέα κάθε φορά έργα ΑΠΕ. Αυτό που απομένει, είναι να οριστικοποιηθούν οι αναγκαίες επιπλέον προσαρμογές στην εθνική νομοθεσία ανά κατηγορία ισχύος νέων έργων, όπως επιτάσσουν οι Κατευθυντήριες Γραμμές και βεβαίως να μην υπάρξουν αντίθετες «προσωρινού» χαρακτήρα ρυθμίσεις.
7. Ως προς τον στόχο ΑΠΕ του 2030 ο ΣΠΕΦ ήταν σύμφωνος με τον μη έξωθεν δεσμευτικό σε εθνικό επίπεδο χαρακτήρα του, αφού στην ΕΕ λόγω της οικονομικής κρίσης παρουσιάζονται ακραίες αποκλίσεις εθνικών προτεραιοτήτων, που επιβάλλουν την στοχοθέτηση και λήψη αποφάσεων τοπικά αλλά πάντα στο πλαίσιο τεκμηριωμένου και ευσταθούς ενεργειακού σχεδιασμού. Επιπλέον η συρρίκνωση της ζήτησης για ενέργεια μέσω και του ενδεικτικού στόχου για εξοικονόμηση 27% το 2030 ως προς τα επίπεδα κατανάλωσης του 1990, δημιουργεί επιπλέον εγκράτεια ως προς την πραγματική πρόσθετη εγκατεστημένη ισχύ που συλλήβδην απαιτείται.