ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΣΠΕΦ: Η απαξίωση των θεσμών δεν θα έπρεπε να ωφελεί κανέναν
Διανύοντας μόλις τις εκατό πρώτες ημέρες της νέας διακυβέρνησης δεν μπορούμε παρά δυστυχώς να διαπιστώνουμε την ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση στα οικονομικά των ΑΠΕ, αλλά πολύ χειρότερα την κατάρρευση του όποιου επιχειρηματικού κλίματος είχε απομείνει στην χώρα και συνάμα των προσδοκιών που τράφηκαν για αξιοπιστία, ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Η νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, μέσω συνεχών «διαρροών» και ουσιαστικά αποκομμένη από τον αμφίδρομο απευθείας γόνιμο διάλογο με τους φορείς της αγοράς που θα έπρεπε να έχει, συνεχίζει με αδιανόητα σενάρια και φήμες να καταρρακώνει όσους πίστεψαν στην Ελλάδα και επένδυσαν τα χρήματα τους εδώ, υποβάλλοντας χιλιάδες ηλεκτροπαραγωγικές επιχειρήσεις σε έναν αδυσώπητο «πόλεμο» αθέμιτης, μη νόμιμης και εν τέλει μη ηθικής εκ των υστέρων επέμβασης στα οικονομικά τους. Επειδή ουδέποτε υπήρξε από το Υπουργείο επίσημη διάψευση της δύσοσμης αυτής ατμόσφαιρας, εύλογα σταχυολογούμε τα γεγονότα και τις εν κρυπτό προσθέσεις ως ακολούθως:
Η Πολιτεία στην προσπάθεια της να εξουθενώσει καταρχήν τα μέγιστα τους παραγωγούς ΑΠΕ, ώστε έτσι ευκολότερα να αμβλύνει έως καταστείλει τις αντιδράσεις τους στις παράνομες και αντισυνταγματικές εκ των υστέρων παρεμβάσεις στα οικονομικά τους που προφανώς από καιρό μεθοδεύει, έχει επιλέξει για μήνες τώρα να μην υλοποιεί το παραμικρό όσον αφορά τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις της υπέρ ΛΑΓΗΕ που αφορούν δημοπρασίες ρύπων, τέλος ΕΡΤ κ.α. Έτσι με «απόλυτο» σχεδιασμό έφερε καταρχήν τον Λειτουργό στην επί μήνες τώρα μονομερή προς τις ΑΠΕ στάση πληρωμών του και τους παραγωγούς από ανανεώσιμες στην εξαθλίωση. Η ομολογία του Λειτουργού ότι οι ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου αποτελούν πρώτη προτεραιότητα στις πληρωμές είναι αποκαλυπτική.
Ο εμπλεκόμενος στην ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ επιχειρηματικός κόσμος παρακολουθεί παράλληλα εμβρόντητος την τελική διαμόρφωση των «κλειδωμένων» αποφάσεων του Υπουργείου επί του, μέχρι χθες τουλάχιστον, αδιανόητου σεναρίου της οριζόντιας και μάλιστα ισοπεδωτικής εκ των υστέρων φορολογίας του τζίρου των εν λειτουργία μέχρι σήμερα μονάδων. Έχοντας εσχάτως προεκλογικά ζήσει την καθησυχαστική καθολική αντίδραση των συμμετεχόντων στην σημερινή Κυβέρνηση κομμάτων επί της πρότασης εκπροσώπου της αντιπολίτευσης για φορολόγηση του τζίρου των μεγάλων μόλις επιχειρήσεων σε ποσοστά της τάξεως του 1 – 2%, προκαλεί εύλογη απορία αν όχι παράλυση το άνοιγμα εκ νέου του κεφαλαίου αυτού από τους μέχρι χθες πολέμιους του και μάλιστα με περισσή σφοδρότητα και σπουδή. Η Πολιτεία με τις φερόμενες ως "ειλημμένες" αποφάσεις της όσον αφορά την εκ των υστέρων φορολόγηση του τζίρου των εν λειτουργία μέχρι σήμερα ηλεκτροπαραγωγικών από Φ/Β επιχειρήσεων και μάλιστα οριζόντια, δείχνει προκλητικά να αδιαφορεί για το μέγεθος και τις αντοχές τους, τα δάνεια που αυτές έλαβαν με σκοπό ακριβώς τις συγκεκριμένες επενδύσεις και την αποπληρωμή τους και ίσως πιο σημαντικά την επιστροφή των ιδίων κεφαλαίων που οι παραγωγοί –επιδεικνύοντας εμπιστοσύνη στους Νόμους, τις ρυθμίσεις και τους θεσμούς του Κράτους- επένδυσαν και που στην πλειονότητα τους αποτελούσαν οικονομίες ζωής. Η επικίνδυνη ατραπός αυτή φαίνεται μάλλον να είναι το πρώτο βήμα ενός ολισθηρού για την οικονομία και την κοινωνία συνολικά νέου κεφαλαίου φορολογικής πολιτικής και επικίνδυνα αντιαναπτυξιακής κουλτούρας. Ξεκινώντας από την «παραδειγματική» φορολογική τιμωρία των φωτοβολταϊκών, η λαίλαπα επεκτάθηκε γρήγορα και στις υπόλοιπες ΑΠΕ και σύντομα αναμένεται να φθάσει παντού στις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κλάδου. Αν η φορολόγηση του τζίρου ξεκινήσει, καμία Κυβέρνηση και για πάρα πολλά χρόνια δεν θα μπορέσει ποτέ ίσως να πείσει πως τούτο δεν θα ξανασυμβεί. Στην σκέψη του κάθε επενδυτή –ανεξαρτήτως του κλάδου δραστηριοποίησής του- θα καιροφυλαχτεί διαχρονικά ο φόβος πως επενδύοντας στην Ελλάδα, υπό τις όποιες δύσκολες συνθήκες αυτό συνεπάγεται, ακόμη και αν καταφέρει η προσπάθεια του να αποφέρει καρπούς, αυτό θα σημάνει την εκ των υστέρων επιπλέον άδικη φορολόγηση του και μάλιστα επί του τζίρου.
Προπέτασμα καπνού στα ανωτέρω, το δήθεν άμεσο σχέδιο αναδιάρθρωσης της χονδρεμπορικής αγοράς συλλήβδην και η άρση των στρεβλώσεων υπέρ των ορυκτών καυσίμων και συγκεκριμένα του φυσικού αερίου με προεξέχοντα τον Μηχανισμό ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους. Αν και αυτός αναγνωρίζεται από το ΥΠΕΚΑ ως η γενεσιουργός αιτία των ελλειμμάτων του Λειτουργού, επί της ουσίας η διαπίστωση μάλλον εξαντλείται για επικοινωνιακούς λόγους και περιέργως ο διάλογος επί αυτού του κρίσιμου ζητήματος μετατίθεται χρονικά και σε κάθε περίπτωση προδιαγράφεται μεταγενέστερος της καρατόμησης των ΑΠΕ. Για τους παλαιότερους τούτο σημαίνει, πως μάλλον τίποτα ξανά δεν θα γίνει και πως σε μερικούς μήνες το νέο έλλειμμα που οι στρεβλώσεις εκ νέου θα δημιουργήσουν στον ΛΑΓΗΕ, θα αποτελέσει την νέα αιτία κουρέματος μονομερώς και πάλι των ΑΠΕ. Είναι λοιπόν προφανές, την στιγμή που και η Διοίκηση της ΔΕΗ έχει δηλώσει πως η ετήσια επιβάρυνση του συστήματος από τον πρωτοφανή Μηχανισμό ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους υπέρ των ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου προσεγγίζει τα €300 εκ. ευρώ, ότι η απαξίωση των χιλιάδων παραγωγών ΑΠΕ αποτελεί για το Υπουργείο πρώτη και επείγουσα προτεραιότητα έναντι της γενεσιουργού αιτίας του προβλήματος ρευστότητας του ΛΑΓΗΕ, γεγονός που προκαλεί εύλογα ερωτηματικά και σε κάθε περίπτωση απογοητεύει όσους ευελπιστούσαν ότι η κρίση που βιώνει η χώρα, θα μας οδηγήσει σ’ έναν επαναπροσδιορισμό της πολιτικής που ακολουθήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και η οποία σε μεγάλο βαθμό μας οδήγησε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.
Ταυτόχρονα σιγή ιχθύος επικρατεί από πλευράς ΥΠΕΚΑ σχετικά με την επιχειρούμενη αποζημίωση της ΣΗΘΥΑ >35MW με Feed In Tariff, ενός θέματος το οποίο είχε επικρίνει σφόδρα η σημερινή Κυβέρνηση από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το καλοκαίρι του 2011. Η αποζημίωση της μεγάλης ΣΗΘΥΑ με FIT, ήτοι μιας τεχνολογίας που στηρίζεται σε ορυκτά καύσιμα, πέραν του γεγονότος ότι –κατά την έγγραφη δήλωση του Κοινοτικού Επιτρόπου κ. Oettinger- δεν αποτελεί Κοινοτική υποχρέωση της χώρας μας, θα σημάνει μια εφάπαξ πληρωμή στην –τουλάχιστον μία μέχρι σήμερα τέτοια μονάδα- μ’ ένα ποσό της τάξεως των €70.000.000 και μια αποζημίωση της εφεξής μ’ ένα ποσό της τάξεως των €70.000.000 ετησίως. Είναι προφανές λοιπόν ότι η υπέρμετρη διόγκωση του τεράστιου προβλήματος του ΛΑΓΗΕ είναι περισσότερο από βέβαιη και η αποσιώπηση αυτού του ζητήματος από πλευράς του Υπουργείου αν μη τι άλλο προβληματίζει. Οδηγεί μάλιστα σε σκέψεις ότι η φορολόγηση του τζίρου των ΑΠΕ δρομολογείται από το ΥΠΕΚΑ προκειμένου εν συνεχεία, μεταξύ άλλων, να είναι εφικτή η καταβολή του Feed In Tariff στην τεχνολογία αυτή όπως προαναφέρθηκε.
Παυσίπονο στην κατιονική αυτή πορεία αποτελεί το θρίλερ του δανείου υπέρ ΛΑΓΗΕ από το Ταμείο Παρακαταθηκών. ΔΕΗ και ΔΕΠΑ έλαβαν ήδη από τον περασμένο Μάιο το μερίδιο τους, αν και αρχικά ουδόλως προβλεπόταν, ενώ συνεχή δήθεν κωλύματα στερούν την κατά 60% μικρότερη της αρχικής στον ΛΑΓΗΕ τελικά ενίσχυσης. Η έντεχνη καθυστέρηση της εκταμίευσης του δανείου σε συνδυασμό με την αποδέσμευση των για καιρό «παγωμένων» σε λογαριασμούς οφειλόμενων στον Λειτουργό κεφαλαίων από Energa και HellasPower προφανώς στοχεύει να συμπέσει με τον ακρωτηριασμό των ΑΠΕ, ώστε οι παρεμβάσεις κατεδάφισης της επιχειρηματικότητας μέσω της φορολόγησης του τζίρου των ήδη βαριά φορολογούμενων επιχειρήσεων, να παράξουν δήθεν άμεσο αποτέλεσμα και άνωση στα οικονομικά του Λειτουργού. Προκλητική εξαίρεση εδώ αποτελούν τα προνομιακά οικιακά Φ/Β συστήματα που αναπτύχθηκαν διαχρονικά χωρίς κανένα σχεδιασμό ή περιορισμό και τα οποία όχι μόνο εξαιρούνται, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, κάθε φορολογίας εισοδήματος αλλά συνεχίζουν να μην έχουν καν πλαφόν στην ετήσια ανάπτυξη τους. Χωρίς κανένα σχεδιασμό ή περιορισμό διαχρονικά το ΥΠΕΚΑ μετατρέπει απλούς πολίτες σε επιτηδευματίες, χωρίς τις προβλεπόμενες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις και ενημερότητες που αντίθετα έχουν ισοπεδώσει τις επιχειρήσεις.
Όσον αφορά τέλος το ενεργειακό μας μέλλον, αυτό για την νέα πολιτική ηγεσία φαίνεται οπωσδήποτε να ανήκει στο εισαγόμενο φυσικό αέριο. Ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο και μεγάλη συμπαραγωγή (ΣΗΘΥΑ) αποτελούν πρώτη προτεραιότητα της πολιτικής ηγεσίας, προφανώς εις βάρος των εθνικών καυσίμων ΑΠΕ και λιγνίτη. Εισαγωγές φυσικού αερίου που συνεπάγονται εξαγωγή τεράστιων ποσοτήτων δυσεύρετου συναλλάγματος, δείχνουν να μην ανησυχούν τους χαράσσοντες την πολιτική. Κάτι από την πρόσφατη «φούσκα» των δανείων με εισαγόμενο χρήμα και προς βρώσιν επίσης εισαγόμενων καταναλωτικών προϊόντων θυμίζει αυτό, αλλά ως συνήθως μέχρι να «σκάσει» ουδείς την παρατηρεί. Μόνο όταν δεν θα υπάρχει το χρήμα για να πληρωθούν όλες αυτές οι εισαγωγές θα αντιληφθούμε δήθεν ξαφνικά και πάλι την γύμνια μας.
Οι ηλεκτροπαραγωγοί από Φ/Β αντίθετα, θεωρώντας ότι η χώρα έχει συνέπεια και συνέχεια, επένδυσαν μέχρι σήμερα στον κλάδο περίπου 3 δις ευρώ, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη της χώρας (επενδύσεις, θέσεις εργασίας), αλλά και στην μείωση της εκροής συναλλάγματος για εισαγωγές ενέργειας ταυτόχρονα με την προστασία του περιβάλλοντος για τουλάχιστον 20 χρόνια. Μη έχοντας ωστόσο την δυνατότητα πώλησης του προϊόντος τους σε εναλλακτικούς πελάτες, παραμένουν σήμερα δέσμιοι του ΛΑΓΗΕ, της δεσπόζουσας θέσης του και της έντεχνης αδράνειας όπως προαναφέρθηκε της Πολιτείας στην εισροή πόρων και την εξόφληση των οικονομικών υποχρεώσεων της προς τους παραγωγούς ΑΠΕ, προκαλώντας έτσι την οικονομική τους ασφυξία. Αυτή τη στιγμή η Κυβέρνηση με εργαλεία την δεσπόζουσα θέση αυτή και την φαρισαϊκή δυνατότητα λήψης νομοθετικών αποφάσεων, απειλεί με έκτακτη εισφορά επί του τζίρου τους παραγωγούς αδιαφορώντας για τα πανάκριβα τραπεζικά δάνεια που υπάρχουν από πίσω και το ισόποσο «κούρεμα – αναδιάρθρωση» τους. Η πολιτική αυτή είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει τους παραγωγούς ΑΠΕ στην καταστροφή και τον κλάδο σε αφελληνισμό. Επειδή ακόμα θεωρούμε ότι οι πραγματικές προθέσεις δεν είναι η συρρίκνωση και ο αφελληνισμός του κλάδου, καλούμε την ελληνική Πολιτεία να σεβαστεί τις δεσμεύσεις της, να δείξει την αξιοπιστία της και να ανοίξει άμεσα γόνιμο, ουσιαστικό και σύντομο διάλογο με τους επίσημους φορείς για την επίλυση των όποιων προβλημάτων και την χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής με γνώμονα το πραγματικό συμφέρον της ελληνικής οικονομίας και του περιβάλλοντος.